Dictionary of Greek. 2013.
κοπρισμός — ο (Α κοπρισμός) [κοπρίζω] η κόπριση … Dictionary of Greek
κόπρισμα — το [κοπρίζω] 1. η κόπριση, η λίπανση τής γης με κοπριά 2. η αποπάτηση … Dictionary of Greek